λάγηνος

λάγηνος
και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ)
λαγήνι, στάμνα
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας λαγηνίδες
2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα τού κυστιδίου τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού τών πρωτοζώων
3. φρ. (ηλεκτρολ.) «λουγδουνική λάγηνος» — είδος ηλεκτρικού πυκυωτή
αρχ.
είδος μέτρου χωρητικότητας 12 κοτυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από τον χεττιτ. τ. labanni- «μπουκάλι». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή lagena. To -η- τού τ. λάγηνος κατ' επίδραση τού λατ. -e- τού τ. lagena].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαγήνι — και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν) νεοελλ. μσν. δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα μσν. μονάδα μέτρησης υγρών αρχ. (υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο,… …   Dictionary of Greek

  • LAGENA — ex Graeco ἡ λάγηνος vel λάγυνος, vasis vinarii genus est, κασιγνήςτη βακχείας κύλικος, soror Bacchici calicis hinc dicta, in Epigr. apud Hesych. colli angusti, unde, quia non libere liquor effluit, solet edi sonitus, a quo Franc. Rableslius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λάγυνος — η (Α λάγυνος, ὁ και ἡ) βλ. λάγηνος …   Dictionary of Greek

  • λαγήναρχος — λαγήναρχος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ έξουσίαν ἔχων τοῡ οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγηνος + αρχος (< ἄρχω)] …   Dictionary of Greek

  • λαγηναρία — η βοτ. φυτό τής οικογένειας κουκουρβιτίδες, η νεροκολοκυθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagenaria < νεολατ. lagenaria < λατ. lagena < ελλ. λάγηνος + κατάλ. aria] …   Dictionary of Greek

  • λαηνάτο — ή λαϊνάτο, το ποικιλία πορτοκαλιάς τής Κρήτης η οποία παράγει πορτοκάλια επιμήκη, απιοειδή, πρώιμα και εύγευστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγηνος* + κατάλ. άτο, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] …   Dictionary of Greek

  • λουγδουνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λούγδουνο ή που προέρχεται από το Λούγδουνο («λουγδουνική λάγηνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λούγδουνον] …   Dictionary of Greek

  • τριλάγυνος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα τριών λαγήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λάγυνος / λάγηνος «στάμνα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”