λαγήνι — και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν) νεοελλ. μσν. δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα μσν. μονάδα μέτρησης υγρών αρχ. (υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο,… … Dictionary of Greek
LAGENA — ex Graeco ἡ λάγηνος vel λάγυνος, vasis vinarii genus est, κασιγνήςτη βακχείας κύλικος, soror Bacchici calicis hinc dicta, in Epigr. apud Hesych. colli angusti, unde, quia non libere liquor effluit, solet edi sonitus, a quo Franc. Rableslius… … Hofmann J. Lexicon universale
λάγυνος — η (Α λάγυνος, ὁ και ἡ) βλ. λάγηνος … Dictionary of Greek
λαγήναρχος — λαγήναρχος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ έξουσίαν ἔχων τοῡ οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγηνος + αρχος (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
λαγηναρία — η βοτ. φυτό τής οικογένειας κουκουρβιτίδες, η νεροκολοκυθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagenaria < νεολατ. lagenaria < λατ. lagena < ελλ. λάγηνος + κατάλ. aria] … Dictionary of Greek
λαηνάτο — ή λαϊνάτο, το ποικιλία πορτοκαλιάς τής Κρήτης η οποία παράγει πορτοκάλια επιμήκη, απιοειδή, πρώιμα και εύγευστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγηνος* + κατάλ. άτο, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
λουγδουνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λούγδουνο ή που προέρχεται από το Λούγδουνο («λουγδουνική λάγηνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λούγδουνον] … Dictionary of Greek
τριλάγυνος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα τριών λαγήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λάγυνος / λάγηνος «στάμνα»] … Dictionary of Greek